- ὀξύχειρι
- ὀξύχειρquick with the handsmasc/fem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κόπος — ο (ΑM κόπος) 1. κάματος, κόπωση, κούραση («οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος έλεῑ μου καματηρός», Αριστοφ.) 2. η καταβολή σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, εργασία (α. «κάθε μέρα σκοτώνεται στη δουλειά και κανείς δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «μήπως … Dictionary of Greek
οξύχειρ — ὀξύχειρ, χειρος, ὁ, ἡ (Α) 1. μτφ. εριστικός, φιλόνικος («ὀξύχειρ κοὐκ ἐγκρατής», Νικόμ.) 2. φρ. «ὀξύχειρι σὺν κτύπῳ» με γρήγορο χτύπο τών χεριών κατά τον θρήνο, (Αισχύλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + χείρ, χειρός (πρβλ. μαλακό χειρ)] … Dictionary of Greek